- ορθόνευρα
- ταζωολ. τα γαστερόποδα μαλάκια τών οποίων οι σύνδεσμοι που ενώνουν τα πλευρικά με τα σπλαγχνικά γάγγλιά τους δεν διασταυρώνονται συνήθως, όπως συμβαίνει στα χιαστόνευρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthoneure < ορθ(ο)-* + νεύρο].
Dictionary of Greek. 2013.